Παρασκευή, Φεβρουαρίου 03, 2012

Οι ψαράδες

Seaugr ιστορίες
Κάνε ένα πείραμα.....
Ρώτα.......
Γνωστούς....
Αγνώστους.....
Ανώνυμους....
Επώνυμους....
Φίλους.....
Ρώτα......"ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΨΑΡΕΜΑ" ;
Οι απαντήσεις ποικίλες....

Οι αισθήσεις όμως ΜΙΑ........

Είμαι αόρατos, θεικός θα πεις;  αερικό, φάντασμα.
Δεν έχω μέγεθος, σάρκα, χρώμα.
Μόνο δυο τεράστια μάτια, που παρατηρούν τα πάντα.
Χωρίς να με βλέπει κανείς.
Βρίσκομαι πάνω από μια βουνοκορφή, πάνω από μια θάλασσα, πάνω από… Πάνω.
Παντού βλέπω τον κόσμο μοιρασμένο σε αρσενικό και θηλυκό. Παντού βλέπω τον κόσμο ενωμένο σε αρσενικό και θηλυκό. Το θηλυκό κυνηγάει το βάθος, τ’αρσενικό το άκρο. Νομίζουν. Λένε. Έτσι ή άλλιώς, αντίπερα όχθες.
Και στη μέση ένας μεγάλος ποταμός με λευκά νερά, καθώς αντικατοπτρίζεται σ’αυτόν η βουνοκορφή που μόλις προσπέρασα. Και στη μέση ένας μεγάλος ποταμός με καταπράσινα νερά, καθώς προετοιμάζεται να εκβάλει στη θάλασσα που μόλις εντόπισε το μάτι μου, λίγο πιο κάτω.
Αντίπερα όχθες. Κατάφυτες.
Στέκεται στη μια. Ο Αρσενικός ψαράς, με το ψάθινο τριμμένο καπέλο του φορεμένο στραβά.
Έχει απλώσει το καλάμι και περιμένει το ψάρι, προσηλωμένος στο έργο του.
‘‘Αυτή τη στιγμή ψαρεύω. Τίποτα δε θα μου αποσπάσει την προσοχή.’’
Στέκεται στην άλλη Η Θηλυκός ψαράς, χωρίς καπέλο. Έχει απλώσει το καλάμι, αλλά χαζεύει τα πουλιά που πετούν πάνω απ’το κεφάλι της. Καθόλου συγκεντρωμένη στο έργο της, απόλυτα βυθισμένη στις σκέψεις της.
‘‘Αυτή τη στιγμή ταξιδεύω. Τίποτα δε θα μου αποσπάσει την προσοχή.’’

Έλα, όμως, που οι πετονιές που στερέωσαν επιμελώς στις άκρες των καλαμιών τους οι δυο ψαράδες είναι πολύ μακριές! Πώς το λέει ο λαός; ‘‘Τρελός ράφτης, μακριά κλωστή’’; Κάπως έτσι. Είναι πολύ μακριές και μπλέκονται μεταξύ τους.
Ο αρσενικός ψαράς νομίζει πως έπιασε ψάρι κι ενθουσιάζεται. Βγάζει βιαστικά το τριμμένο ψάθινο καπέλο του με το ένα χέρι, το τσαλακώνει και το πετάει στη γη. Πιάνει και με τα δυο δυνατά το καλάμι και σκέφτεται πυρετωδώς τις κινήσεις που πρέπει να κάνει, για να μην του ξεγλιστρήσει το λάφυρο. Που προφανώς είναι βαρύ. Θρίαμβος!
-Το ήξερα πως θα τσιμπήσει! Άλλωστε, είχα διαλέξει το καλύτερο δόλωμα!
 Τα μάτια του γυαλίζουν από έξαψη. Τα μάγουλά του αναψοκοκκινίζουν. Τραβά με όλη του τη δύναμη την πετονιά.

Η θηλυκός ψαράς νιώθει την αντίσταση στο δικό της καλάμι και δυσανασχετεί, που μάλλον κάποιο ψάρι τσίμπησε το αγκίστρι και τη διέκοψε απ’ τις ονειροφαντασίες της.
 -Αυτά τα ψάρια είναι χαζά! Είχα βάλει το χειρότερο δόλωμα!… Ή τρομερά πεινασμένα…
Τα μάτια της προσγειώνονται στο νερό απρόθυμα, φορώντας μια μικρή σκιά απογοήτευσης. Τα μάγουλά της αναψοκοκκινίζουν. Κουνά πέρα δώθε το καλάμι, μήπως το ανόητο ψάρι απαγκιστρωθεί και τραβήξει το δρόμο του.

Και οι δυο τους καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια. Ακολουθούν με το βλέμμα την πορεία από τα χέρια τους ως την άκρη της πετονιάς. Σηκώνουν ταυτόχρονα ψηλά τα καλάμια τους. Οι πετονιές, καθώς είναι μπλεγμένες μεταξύ τους, σχίζουν τα πρασινόλευκα νερά στα δυο και υψώνονται μερικά μέτρα πάνω από την επιφάνειά τους, όπου φρενάρουν και στέκονται αιωρούμενες.
-Μα τι είναι αυτό μπροστά στα μάτια μου;
 μονολογεί ο καθένας ξεχωριστά.
-Γέφυρα, απαντώ.
Κανείς τους δεν αναρωτιέται από που έρχεται η φωνή. Γιατί έρχεται από μέσα τους.
-Γέφυρα; Μα εγώ ήρθα να ψαρέψω!
-Γέφυρα; Μα εγώ ήρθα να χαζέψω!
Τα βλέμματά τους σκαρφαλωμένα στην κορυφή της γέφυρας, εκεί που οι πετονιές έχουν δεθεί κόμπο, συγκρούονται μετωπικά.
-Ε;
Έκπληκτα στέκονται το ένα ζευγάρι μάτια απέναντι στο άλλο. Σαν παλιοί γνωστοί που έχουν χρόνια να ιδωθούν και συναντιούνται τυχαία στη μέση του δρόμου. Αλληλοαναγνωρίζονται, όπως αλληλοαναγνωρίζονται οι αρχέτυπες καταβολές με τις ψυχές μας ή τα κορμιά των ερωτευμένων τη στιγμή που ενώνονται, κι ας είναι η πρώτη φορά. Γραπωμένα από τον κόμπο, νιώθουν τ’αγκίστρια να λυκνίζονται πέρα δώθε από κάτω τους. Σχοινοβάτες που ορθώνονται στητοί στην τεντωμένη πετονιά. Ισορροπούν.
Ισορροπούν;!
-Ε;
Το ένα βλέμμα βυθίζεται μέσα στο άλλο κι αποξεχνιούνται εκεί, στην κορυφή της γέφυρας, λες κι είναι ο φυσικός τους χώρος. Μέχρι που νυχτώνει. Και τότε, τόσο Ο αρσενικός ψαράς όσο και Η θηλυκή ψαράς αντιλαμβάνονται πως τα ψάρια και τα πουλιά έχουν λουφάξει. Κι ότι, να! Υπήρξε ‘‘κάτι’’ που τους απέσπασε την προσοχή.
-Τι;
-Κάτι.
Αναστατωμένοι βγάζουν ταυτόχρονα από τις τσέπες τους από ένα μικρό σουγιαδάκι, κόβουν τις άκρες της πετονιάς-μόνο έτσι λύνονται, άλλωστε, οι γόρδιοι δεσμοί-, παίρνει ο καθένας το καλάμι του στον ώμο και στρέφει την πλάτη στην όχθη. Η γέφυρα κλυδωνίζεται και γκρεμίζεται πίσω τους, αυλακώνοντας αχνά το γκριζόμαυρο πια ποταμό.

Το επόμενο πρωί ξυπνούν κι οι δυο πολύ νωρίς, χαράματα. Ανοίγουν τα παράθυρα στις καλύβες τους, για να μπει καθαρός αέρας και φως. Αναζητούν και βρίσκουν, στο βαλιτσάκι με τα σύνεργα του ψαρέματος, καινούργια πετονιά. Η σύνεση και η πρωθύστερη εμπειρία υπαγορεύει: κοντύτερη. Για να μη μπλεχτεί με του ψαρά της απέναντι όχθης. Τη δένουν στα καλάμια τους. Και ξεκινούν.
Για περισσότερη ασφάλεια, αλλάζουν στέκι. Πηγαίνουν σε πιο δύσβατα σημεία, πιο μακριά και πιο ψηλά στο βουνό.
‘‘Εκεί δε θα προκύψει συναπάντημα.’’
Στέκονται ο καθένας στην όχθη του.
Ο αρσενικός ψαράς, ήσυχος, ισιώνει το ψαθάκι στο κεφάλι του.
Η θηλυκός ψαράς, αμέριμνη, σηκώνει το κεφάλι και χαζεύει τα πουλιά.
Έχουν ρίξει τις πετονιές στα νερά του ποταμού. Στερεώνουν γερά τα καλάμια ανάμεσα στα πόδια τους. Βαθιά εισπνοή.
‘‘Σήμερα, τίποτα δε θα μου αποσπάσει την προσοχή!’’
Μόνο που της προσοχής τους ήδη κάτι διέφυγε.
Αναζητώντας νέο στέκι, παράβυστο, όπου κανείς και τίποτα δε θα τους ενοχλήσει, σκαρφάλωσαν ψηλά στο βουνό, προς τις πηγές του ποταμού.
Και ξέρεις…
Όσο πιο κοντά στις πηγές έρθει κανείς, τόσο το πλάτος του ποταμού μικραίνει. Κι η μια όχθη πλησιάζει την άλλη….

Και το ψάρεμα θα μου πεις , που κολλάει ?
Άλλοτε αυτοσκοπός , άλλοτε πρόσχημα , άλλοτε και τα δυό μαζί.....


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου